στο τελευταίο βαγόνι: Νίκος Καββαδίας

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ
ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

                      « Φαίνεται πια πως τίποτα ¬τίποτα δεν μας σώζει...»
                                             ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε,  Καίσαρ,  να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.


Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά,  χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποια ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.


Κάτι που θα 'κανε τα υγρά,  παράδοξα σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που,  όπως λεν,  δε γέλασαν ποτέ.


Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δεν σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει,  Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι,  που πολύ μακριά θα τ'  οδηγώ.


Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
¬ Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.


Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές,  θερμές μου αγαπημένες.


Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς,  τις άπνοιες,  τις πορείες.


Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.


Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.


Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
¬μια γριά σ' ένα πολύβοο καφενείο¬
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό,  στο στήθος σας,  κρανίο.


Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε ¬ίσως¬ τη Γκρέτα να επιστρέψει.


Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι'  όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ'  άγριο κύμα;


Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά,  «καπνός κι αθάλη»
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.


Η μόνη μου πάρακληση όμως θα   'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευτείτε.
Κι όπως εγώ για εν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελό εσείς προσευχηθείτε.


ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
από τη συλλογή «ΜΑΡΑΜΠΟΥ»
1933

Διαβάστε για το Νίκο Καββαδία

Σχόλια