Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
(Τhe Waste Land, 1922)
Ο Απρίλης είναι ο σκληρότερος μήνας, γεννώντας
Πασχαλιές μεσ' από τη νεκρή γη, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, αναδεύοντας
Ρίζες νωθρές μ' ανοιξιάτικη βροχή.
Ο χειμώνας μας ζέστανε, σκεπάζοντας
Το χώμα με ξεχασιάρικο χιόνι, θρέφοντας
Μια μικρή ζωή με κατάξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μας ξάφνιασε, καθώς έφτασε με μια νεροποντή
Πάνω από τη Σταρνμπέργκερζεε· σταθήκαμε κάτω από τις καμάρες
Και συνεχίσαμε το δρόμο μας στη λιακάδα, μπήκαμε στο Χόφγκαρτεν,
Κι ήπιαμε καφέ, και μιλήσαμε καμιά ώρα.
Bin gar keine Russin, stamm'aus Litauen, echt deutsch.
Και παιδιά σαν ήμασταν, όταν μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέλφου μου, με πήρε πάνω σ' ένα έλκηθρο,
Και φοβήθηκα. Έλεγε, Μαρί,
Μαρί, κρατήσου γερά. Και κατρακυλήσαμε.
Στα βουνά, εκεί αισθάνεσαι ελεύθερος.
Διαβάζω σχεδόν οληνύχτα, και το χειμώνα πηγαίνω στα νότια.
Ποιές είναι οι ρίζες που γαντζώνονται, ποιά κλωνάρια μεγαλώνουν
Μέσα απ' αυτά τα πέτρινα χαλάσματα; Υιέ ανθρώπου,
Δεν μπορείς να πεις ή να μαντέψεις, επειδή γνωρίζεις μόνο
Ένα σωρό σπασμένων ειδώλων, εκεί που χτυπάει ο ήλιος,
Και το πεθαμένο δέντρο δεν προσφέρει προστασία, το τριζόνι καμιά ανακούφιση,
Και το ξερολίθαρο κανέναν ήχο νερού. Μόνο
Κάτω απ' αυτόν τον κόκκινο βράχο υπάρχει σκιά,
(Έλα κάτω απ' τη σκιά αυτού του κόκκινου βράχου)
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Από τη σκιά σου το πρωί που δρασκελίζει πίσω σου
Ή από τη σκιά σου το δειλινό που ορθώνεται για να σε συναντήσει·
Θα σου δείξω το φόβο μέσα σε μια χούφτα χώμα.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu
Mein Irisch Kind,
Wo weilest du?
«Μου πρωτοχάρισες υάκινθους πριν ένα χρόνο·
Με φώναζαν το κορίτσι των υακίνθων.»
Οι αγκαλιές σου γεμάτες, και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, και δεν έβλεπα καθαρά, δεν ήμουν
Μήτε ζωντανός μήτε νεκρός, και δεν ήξερα τίποτε,
Κοιτάζοντας μέσα στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Oed' und leer Meer.
Η μαντάμ Σόσοστρις, διάσημη χαρτορίχτρα,
Είχε ένα γερό κρύωμα, παρ' όλα αυτά
Όλοι το ξέρουν πως είναι η σοφότερη γυναίκα στην Ευρώπη,
Με μια δαιμόνια τράπουλα. Να, είπε, εδώ
Είναι το χαρτί σου, ο πνιγμένος Ναύτης από τη Φοινίκη.
(Είναι μαργαριτάρια αυτά που κάποτε ήταν τα μάτια του. Δες!)
Να η Μπελλαντόνα, η Κυρά των Βράχων,
Η κυρά των καταστάσεων.
Να ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, και να ο Τροχός,
Να κι ο μονόφθαλμος έμπορας, κι αυτό το χαρτί,
Που είναι λευκό, είναι κάτι που κουβαλάει στην πλάτη του,
Που δεν μου επιτρέπεται να δω. Δεν βρίσκω
Τον Κρεμασμένο. Να φοβάσαι το θάνατο από νερό.
Βλέπω πλήθη ανθρώπων, που πηγαινοέρχονται ένα γύρο.
Ευχαριστώ. Αν δεις την αγαπητή κυρία Ισοτόνου,
Να της λες εγώ η ίδια της πηγαίνω το ωροσκόπιο:
Σήμερα πρέπει να προσέχει κανείς πολύ.
Ανυπόστατη Πόλη,
Κάτω από την καφετιά ομίχλη μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Ένα πλήθος κυλούσε πάνω στη Γέφυρα του Λονδίνου, τόσοι πολλοί,
Δεν είχα συλλογιστεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.
Στεναγμοί, κοφτοί και σποραδικοί, ξεψυχούσαν,
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του το βλέμμα του.
Ξεχύνονταν στο λόφο και κάτω στην οδό Βασιλέως Γουλιέλμου,
Εκεί όπου η Αγία Μαρία Γούλνοθ μετρούσε τις ώρες
Μ' έναν άψυχο ήχο στο στερνό χτύπημα των εννιά.
Είδα εκεί ένα γνωστό μου και τον σταμάτησα, φωνάζοντας:
«Στέτσον!
Εσύ που ήσουν μαζί μου στα καράβια στις Μύλες!
Το πτώμα εκείνο που φύτεψες πέρυσι στον κήπο σου
Μήπως άρχισε να βλασταίνει; Θ' ανθίσει εφέτος;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε την πρασιά του;
Ω κράτα το Σκύλο μακριά από δω, είναι φίλος του ανθρώπου,
Διαφορετικά με τα νύχια του θα το ξεθάψει πάλι!
Εσύ! Hypocrite lecteur! —mon semblable, —mon frère!»
από τη συλλογή The Waste Land
1922
Μετάφραση Κλείτος Κύρου
Σχόλια