Ο Βασίλης
Ζηλάκος στην αποβάθρα του τρένου:
3
ποιήματα, από τη συλλογή
Η ΚΟΥΠΑ ΤΟΥ ΤΣΑΓΙΟΥ
(ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ τετράδια
ἑνὸς τραυλοῦ Ἐρημίτη)
ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΟ
Blind man's meal, by Picasso (1903) |
Ἔλα,
ἀδελφέ μου, μοίρασε τὴ στέγη σου μαζί μου.
Τὸ σεληνόφως δὲν λευκαίνει πιὰ τὰ κυπαρίσσια.
Πότε κοιτώντας τὸν πεντοζάλη τῶν κυμάτων
κατὰ τὸ σύθαμπο
πότε τὰ ἀστείρευτα σίδερα τῆς φυλακῆς μου
τὸ βράδυ πέφτει βρίσκοντάς με σκυμμένο
νὰ διαβάζω τὶς διακλαδώσεις τοῦ ἁλατιοῦ
πάνω στὸ ἐλευθερωμένο κορδόνι τοῦ χιτώνα μου.
Σφυρίζουν τότε τὰ μηνίγγια μου ἀπὸ τὸ πολὺ
πού 'μεινα μόνος. Κι εἶναι Νοέμβριος σταθερά.
Ὅπως τὰ σύννεφα λευτερώνουν τὴ βροχὴ
τὴ βροχὴ ποὺ ἀναπηδᾶ στὸ χῶμα πρὸς τὰ πάνω
ἔτσι θαρρῶ ἡ θάλασσα ἀναδύει τὴν ψυχή μου.
Μὲ τρικυμίες καὶ φαντάσματα καὶ γέλια
ποὺ κάθε τόσο μέσα ἀπ' τὴν ὑγρασία ἐπιστρέφουν
γιὰ νὰ γυρίσουν τὸν κόσμο μὲ βάρκα τὴ φωνή σου.
Νά κοίτα: καταμεσῆς τοῦ πελάγους, ὁ νοῦς μου
σκαρφαλώνει στὸ φτερὸ τοῦ καρχαρία· χτίζει
μιὰ ἐκκλησιὰ πού 'παψε μὲ αἷμα τὴ θάλασσα νὰ εὐλογεῖ
κι ἀπὸ βαθιὰ κι ἀπὸ μακριὰ κάτι ἄλλο μὲ προσμένει.
Κι ἀπὸ βαθιὰ κι ἀπὸ μακριὰ ὁ κόσμος ἀργεῖ
τὰ σπλάχνα του ν' ἀδειάσει —
Ἔλα, ἀδελφέ μου, μοίρασε τὴ στέγη σου μαζί μου.
Κάποιος ἀπ' τοὺς δυό μας πεθαίνει γιὰ πρώτη του φορά.
(Ἀπὸ τὸ Τετράδιο 1)
|
||
ΜΝΗΜΗ ΚΙΤΡΙΝΗ ΣΑΝ ΑΙΜΑ
Δίχως
κεφάλι ἀλλὰ μὲ ἥσυχα
καὶ μεγάλα πορφυρένια μάτια
στοὺς ἀγροὺς μιᾶς ἄνοιξης
ἀλλοτινῆς κολυμπήσαμε.
Μακρινὸς ἀντίλαλος χαρᾶς
θάμπωνε ἀκόμη τὰ ῥόδα τῆς γῆς
τὸ θυμίαμα καλοῦσε τοὺς Ἀγγέλους
ὥσπου μονωδοί, λές, μιᾶς νοσταλγίας
τῆς ἐρημιᾶς τὸ θάμπος μετρήσαμε
μὲ ὅρκους ποὺ χαράσσονταν στὶς πέτρες
καὶ σβήνονταν στὴ βροχή.
Ἀσχημάτιστοι καὶ γυμνοὶ σὰν τὸ νερὸ
πέρα ἀπὸ τὸ σάστισμα
—ὅπως συμβαίνει συνήθως—
ἡ μέρα κραυγάζει τὴν ἀγωνία
ὁ τρόμος κοιμᾶται στὸ προσκεφάλι
καὶ χωρὶς νὰ εἴμαστε τίποτ' ἄλλο
παρὰ μόνο τ' ὄνομά μας
στὴν ἀρχὴ ἡ λέξη ἦταν Θεός.
(Ἀπὸ τὸ Τετράδιο 2)
Η ΚΑΧΥΠΟΠΤΗ ΓΑΤΑ
ἢ
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ
ΣΤΙΣ ΚΟΓΧΕΣ ΤΩΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΩΝ
Ἄλλοτε
πάλι μιλῶ μὲ τὴν ἀθωότητα
ἑνὸς ἀγουροξυπνημένου
ἢ μεταγγίζω στὶς φλέβες μου
τὴν Ἁγιότητα τῆς νύχτας
γιὰ νὰ ὑπάρξω ἀνύπαρκτη
ἀδιαφορώντας γιὰ ὅλους ἐκείνους
ποὺ σχίζουν τὸ σεντόνι
τῆς μέρας γιὰ νὰ περάσει τὸ φῶς
ἀδιαφορώντας ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ περιστέρια
ποὺ φέρνουν τὴ ζωὴ στὰ μέτρα τους
φτερουγίζοντας σ' ἕνα ἁπαλὸ μενεξελὶ
ἀπόγευμα ὀνείρου
Ἐπιστρέφοντας ἀργὰ στὸ σπίτι μου
κάνω νὰ χαϊδέψω τὴ γάτα μου
μὰ ἐκείνη ἀπομακρύνει τὸ κεφάλι της
γιατὶ ξέρει πὼς ἡ ἀγάπη
ποὺ κοχλάζει μέσα μου λέγεται δίψα
γιατὶ ξέρει πὼς τὸ φῶς
ποὺ κάθε πρωὶ σιγοκαίει
τινάζει δυνατὰ τὴ χαίτη του
χωρίζοντας στὰ δυὸ τὸ σῶμα μου τὰ βράδια
Δείχνω ἤρεμη
ὅμως ἡ χαρὰ τοῦ γυρισμοῦ
τρέχει μέσα στὴν κοιλιά μου
κι ἐλπίζοντας ἀκόμη στὴν ὀξύτητα
τῶν λουλουδιῶν τῆς ἄνοιξης
ἀφήνω πάντα τὸ παράθυρό μου ἀνοιχτὸ
γιὰ νὰ περάσει ἡ ἀμεριμνησία
καὶ νὰ μὲ βρεῖ ξαπλωμένη
Λοιπόν, τώρα σιωπή:
Βγαίνω ἔξω γιὰ νὰ καθαρίσω
τὴν πηγὴ στὸ βοσκοτόπι·
θὰ σταματήσω μόνο γιὰ νὰ ἀπομακρύνω
τὰ φύλλα...
Ο Βασίλης
Ζηλάκος ήταν αρχισυντάκτης του λογοτεχνικού περιοδικού "Οδός
Πανός" το χρονικό διάστημα 2007 - 2008. Από το 2009 εκδίδει το ποιητικό
περιοδικό "Κουκούτσι".
"Η ΚΟΥΠΑ ΤΟΥ ΤΣΑΓΙΟΥ" (Εκδόσεις Οδός Πανός, 2010) είναι η πρώτη
του ποιητική συλλογή.
Ακόμα, συμμετείχε στο συλλογικό έργο:
"30 έως 30: Τριάντα ποιητές έως τριάντα ετών,
Ένα τοπίο της νέας ποίησης",
από την Κοινωνία των (δε)κάτων.
Το Τρένο
σφυρίζει...:
....αναμένοντας
έναν πολύτιμο επιβάτη να επιβιβαστεί. Τον νέο ποιητή.