«Άκου λοιπόν:
»Ήμαστε μια μεγάλη συντροφιά και γυρίζαμε εκείνο το βράδυ από γλέντι. Ο άνθρωπος, όπως σου είπα, φαινόταν πράγματι να είναι σε δύσκολη θέση. "Για το Θεό", φώναζε, "δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου φέξει; Δεν βλέπω τη μύτη μου, θα γκρεμοτσακιστώ".
»Όμως, για να θυμηθώ· σε ποιο σημείο στεκόταν όταν τον βρήκαμε; Πάνω-πάνω, ψηλά προς την ταράτσα ή στα σκαλιά προς την αυλή; Όχι. Στεκόταν τη μέση. Το πρόσωπο του δεν διακρινόταν καλά, μόνο η άσπρη κάπα του ξεχώριζε καθαρά στο σκοτάδι.
»Ξαφνικά, ένας από την παρέα, που έκανε πάντα τον έξυπνο, δεν ξέρω πώς του 'ρθε και του πέταξε αυτή την ανόητη ερώτηση: "Να κατεβείς θες ή ν' ανέβεις;". Ο άνθρωπος μες στα ξεφωνητά του δεν φάνηκε ν' άκουσε και εξακολουθούσε να ωρύεται: "Φέρ' τε μου ένα φως!".
»Η ερώτηση είχε εντελώς απροσδόκητη απήχηση σε όλους. Σκέψου, ότι όχι μόνο δεν πέρασε καν από το νου μας να τον αποδοκιμάσουμε αλλά, αντιθέτως, βρήκαμε πολύ λογική την απορία του, και καθώς η περιέργεια είχε αρχίσει να φουντώνει μέσα μας, προσπαθούσαμε να μαντέψουμε τι σκόπευε να κάνει ο άνθρωπος: να κατεβεί ή ν' ανέβει; Κι όπως ήμαστε όλοι μας λίγο πιωμένοι, αρχίσαμε να βάζουμε στοιχήματα. Εγώ με δυο-τρεις άλλους στοιχηματίσαμε στο ανέβασμα, οι υπόλοιποι στο κατέβασμα. Είχαμε τραβηχτεί παράμερα και συζητούσαμε χαμηλόφωνα για να μην ακουγόμαστε. Ο άνθρωπος -που καθώς πλησιάζαμε είχε σταματήσει να φωνάζει και περίμενε ησυχασμένος τη βοήθειά μας-, νομίζοντας τώρα ότι φεύγαμε, εγκαταλείποντας τον, ούρλιαζε σπαραχτικά.
»Όταν ξαναγυρίσαμε στην αυλή και του δώσαμε ένα κερί, που κάποιος από μας είχε τρέξει να φέρει, το άδραξε και, δίχως να πει λέξη, το κούνησε πέρα-δώθε μπροστά του μερικές φορές, για να βεβαιωθεί πως έφεγγε καλά· ύστερα, στη δυναμωμένη φλόγα, τον είδαμε κατάπληκτοι που σφάλιξε τα μάτια, τίναξε το κεφάλι ψηλά, και με το κερί στο τεντωμένο χέρι του άρχισε να κατεβαίνει. Το κλείσιμο των ματιών δεν το περιμέναμε, αλλά ούτε καν διανοηθήκαμε πως θα 'πρεπε γι' αυτό ν' ακυρωθούν τα στοιχήματα.
»Δεν βγάζαμε, που λες, άχνα και περιμέναμε τον άνθρωπο, που κατέβαινε πάντα με τα μάτια κλειστά, πότε να πατήσει στο τελευταίο σκαλί για ν' ανακηρύξουμε τους κερδισμένους. (Είχαμε συμφωνήσει πως απαγορευόταν και η παραμικρή εκδήλωση, που θα μπορούσε να επηρεάσει τη βούληση του ως προς την κατεύθυνση που θ' ακολουθούσε). Οπότε, κι ενώ δεν έμεναν παρά μόνο δύο σκαλιά για να φτάσει στο έδαφος, σταμάτησε, και με τον ίδιο τρόπο που είχε κατεβεί, δηλαδή με τα μάτια κλειστά, ξανανέβηκε· αλλά μόλις βρέθηκε στο προτελευταίο επάνω σκαλί, κοντοστάθηκε, έστριψε και άρχισε πάλι να κατεβαίνει. Κι αυτό το πήγαιν'-έλα, πάνω-κάτω (το παρακολουθούσαμε απολιθωμένοι, δέσμιοι όχι πια της αρχικής μας περιέργειας -είχε ήδη πάψει να μας ενδιαφέρει η οιαδήποτε έκβαση- αλλά μιας άγνωστης μαγνητικής δύναμης, που εκπορευόταν από τις σπασμωδικές κινήσεις του ανθρώπου στη σκάλα και μας υπνώτιζε), κράτησε πολλή ώρα, και θα κρατούσε ίσως περισσότερη αν ένα αεράκι δεν έσβηνε το κερί. Ο άνθρωπος, νιώθοντας να τον κυκλώνει πάλι το σκοτάδι, ξανάμπηξε τις φωνές. Βγήκαμε τότε από το λήθαργό μας, που τον διαδέχτηκε ένας απερίγραπτος πανικός -η άσπρη κάπα του που ανέμιζε μάς φάνηκε σαν σάβανο-, και το βάλαμε στα πόδια. Είχαμε απομακρυνθεί, μα οι φωνές του μας κυνηγούσαν ακόμα. Ως την ώρα που χωρίσαμε δεν ανταλλάξαμε λέξη, μολονότι πολλές σκέψεις μάς βασάνιζαν. Μόνο ο έξυπνος της παρέας είπε, καθώς μάς αποχαιρετούσε: "Τόσο δισταχτικό, τόσο άβουλο άνθρωπο δεν έχω ξανασυναντήσει στη ζωή μου. Γιατί δεν μ' αφήνατε να πάω να του βάλω λίγη φωτιά στα γένια του; Θα ήταν ίσως ο μόνος τρόπος να βιαστεί, να πάρει μια απόφαση"».
«Απίθανη ιστορία... Και τι έγινε στο τέλος;».
«Μακάρι να 'ξερα. Κανείς δεν γύρισε πίσω για να δει...»
Ε. Χ. Γονατάς
1924-2006
Σχόλια