Edward Hopper, Night shadows, 1921 |
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΟΥ
ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ
Κάποιος
περνάει κάτω στο δρόμο
χορεύει με
τους ιστούς μιας αράχνης
το πρόσωπό
του έχει αφαιρεθεί από την ομίχλη
πόδια χέρια
τέσσερις φωτεινές λεπίδες
κομμένη η
νύχτα σε φέτες
το φεγγάρι
κάνει τη μοιρασιά στη στάχτη
μία για μένα
μία για κείνον
δυο για τη
θάλασσα
πάω να
προλάβω τον απονενοημένο βηματισμό
πριν βγει
από τους ιστούς
μπορεί να
υπνοβατεί ζωντανός ο ίσκιος του μέσα στον ύπνο μου
μπορεί και
να έχει πνιγεί στην όχθη ενός ονείρου μου
ο χορός του
έφτασε μέχρι έξω από την πόρτα μου
άφησε στο
κατώφλι μου όλα τα παγιδευμένα έντομα
και γέμισε
το σπίτι μου φτερά που σε λίγο θα γίνουν σκόνη
πρέπει να
προλάβω έστω κι ένα πέταγμα
πριν πάρει
το πρόσωπό μου στα χέρια του και με κλειδώσει απ’ έξω
ΤΟ ΚΑΝΑΤΙ
Διαλύτης
διατείνομαι διετέλεσα τη θητεία μου ως άξιος εγκληματίας
διεξήλθα
στεγνή καμωμένη ξύλινη με το παχύ μου λούστρο
από το
τσίγκινο κανάτι ακούστηκε ο γδούπος μου βαρύς
το μίγμα δεν
ταράχθηκε σωστά ή θα ταράχθηκε πολύ
και πήγανε
απάνω πάνω τ’ αλαφρά ως να μην είχα φανταστεί
και χύθηκε η
θάλασσα όλη στο τραπέζι
με τα χρυσά
μου λέπια τώρα θα μιλώ απ’ έξω
και μάτια
δεκατέσσερα σκαριά θα με πηγαίνουν
άνευ δοχείου
και με σκισμένο περιτύλιγμα
κι αν σας
ζητήσουν αποδείξεις πως σπάσανε τα κούρκουτα
εμένα να καλέσετε
της ζωής μου
το μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα
ΕΠΙΜΕΛΩΣ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ
Την ώρα που σε σκέφτομαι και σε
ερωτεύομαι νομίζω πως είμαι λίγο
πιο ψηλή από
το δέντρο στην αυλή μου
και φτάνω να πιάσω ακόμα και το μήλο
που βγάζει τη γλώσσα του στον
ήλιο
έπειτα
αρχίζουν
η κούπα το
τασάκι και το αποτσίγαρο το πετάλι και το κουδουνάκι
όλα φωνάζουν
όλα με ρωτάνε
που πήγε
με κουράζουν οι φωνές τους και εκείνη
η μελωμένη πάστα νοσταλγία
κολλάει στο
στόμα
και αμέσως
σταματώ να σε σκέφτομαι
και κάθομαι να ακούσω τα πουλιά που
τραγουδούν το ένα και μόνο
τραγούδι για
το ταίρι τους
και αγγίζω τις φλέβες της πόλης μας
που είναι φουσκωμένες από τη
βροχή που δε
λέει να πέσει
κάποιοι στο
δρόμο βιάζονται να προλάβουν κάτι
δεν άκουσαν
ποτέ τους τίποτα για τούτο το θεώρημα
η πηχτή
ομίχλη καταπίνει το βλέμμα μου
εκείνη τη
φορά και κάθε φορά που με αφήνεις αγάπη
οι λέξεις
μου ριζώνουν στους μίσχους της μέρας
υπερφυσικοί
ηλίανθοι γεμάτοι από της ποίησης τα σπόρια
να έχω να δίνω στα πεινασμένα χελιδόνιαEdward Hopper, The Open Window, 1915 - 1918 |
ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑ
Το δικό μου μπλε
είναι φτιαγμένο από μικρές κουκίδες ουρανού
βουτιές δελφινιών ραγισμένα ποτηράκια
καλοκαιριού και αλάτι από
θαλασσοράχη
τις νύχτες
που όλοι κοιτάζουν το φεγγάρι εγώ πάω και βρίσκω το θεό
της θάλασσας
Είναι
εντάξει αυτό το μπλε μου;
Τον ρωτάω
το κοιτάει
με τα μάτια του να γυαλίζουν
είναι πολύ σημαντικό αυτό το κοίταγμά
του για μένα έχει τη γοητεία
του εφήμερου
αλλά η
καρδιά μου πάει να σπάσει μέχρι να μου πει ξανά το ίδιο
κοίταζέ το
κάθε μέρα κι από άλλη θέση
για να
γίνεσαι ό, τι αγαπάς
αυτή η ανυποχώρητη αλλαγή του
χρώματος που με βουτά στο βαθύ
σκούρο βυθό του κι από κει στο κυανό
της ακτής κι έπειτα με ξυπνά
απότομα
καθώς με ρίχνει στο ψυχρό ποτάμι του κοβαλτίου
κάνει το
δικό μου μπλε να μην είναι ίδιο με κανενός άλλου
είναι το μπλε μου
κλεισμένο στο θαμπό γυαλάκι του
σπασμένο κι αυτό στις άκρες του
φαγωμένο από
το χρόνο
έχει τόσο λείες τις καμπύλες του που
έτσι και κάνεις να το αγγίξεις σου
ξυπνάνε όλα
τα καλοκαίρια που ακόμη δεν έζησες
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Ρυτιδώνει η
θάλασσα να μου θυμίσει
πως μια μέρα
κι εγώ θα ξεχάσω
μια μέρα κι
εγώ θα ξεχαστώ
μια μέρα το βάρος θα βρεθεί δεμένο
στην ουρά ενός χελιδονιού να
πετάει με τα
χίλια σύννεφα για τις λίθινες χώρες
κι εγώ θα το
ξεπροβοδίζω από την άλλη μεριά
μια μέρα θα
ξεχάσω
το ξέρω πως
έτσι λέει το δίκιο
πως δε
γίνεται για πάντα να διυλίζεις τον καιρό
μα τούτο εδώ
το παλιό καρφί που πάει να σκουριάσει
ποτέ του δε
θα με ξεχάσει
*τα ποιήματα είναι από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Μπλε Ξαφνικό»
Σχόλια