Ρολάν Μπαρτ | αποσπασματα του ερωτικου λογου

photo by Mario Giacomelli

αποσπασματα 
του ερωτικου
λογου



Η αναμονή

5. «Είμαι ερωτευμένος; - Ναι, αφού περιμένω». Ο άλλος δεν περιμένει ποτέ. Μερικές φορές θέλω να υποδυθώ αυτόν που δεν περιμένει· επιχειρώ να απασχοληθώ κάπου αλλού, να φτάσω καθυστερημένος. Μα στο παιχνίδι αυτό βγαίνω μονίμως χαμένος. Ό,τι κι αν κάνω, στο τέλος αποδεικνύομαι και πάλι αναπασχόλητος, συνεπής στο ραντεβού - και μάλιστα πριν από την καθορισμένη ώρα. Η μοιραία ταυτότητα του ερωτευμένου δεν είναι άλλη απ' αυτήν: είμαι αυτός που περιμένει.



Ο γδαρμένος

1. Είμαι «μια σφαίρα ευερέθιστη από τη σύστασή της». Δεν έχω δέρμα (παρά μονάχα για τα χάδια). Τον έρωτα -παρωδώντας τον Σωκράτη του Φαίδρου - δε θα 'πρεπε να τον λέμε Φτερωτό, αλλά Γδαρμένο.

Το ξύλο δεν εμφανίζει την ίδια αντίσταση στα διάφορα σημεία που μπήγεις το καρφί: το ξύλο δεν είναι ισότροπο. Ούτε κι εγώ όμως. Έχω κι εγώ τα «λεπτά σημεία» μου. Το χάρτη αυτών των σημείων μόνον εγώ τον γνωρίζω, και σύμφωνα μ' αυτόν πορεύομαι, αποφεύγοντας ή αναζητώντας το τάδε ή το δείνα, ακολουθώντας εξωτερικά αινιγματικούς τρόπους κινήσεως. Θα ήθελα, αυτός ο χάρτης ηθικού βελονισμού, να διανεμηθεί προληπτικά στις νέες μου γνωριμίες (που, στο κάτω κάτω, θα μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν και για να με κάνουν να υποφέρω περισσότερο). 


Λάθη

«Δεν είχαν φτάσει καλά καλά στο σταθμό ***, κι αυτός πρόσεξε, χωρίς να πει τίποτε, έναν πίνακα που έδειχνε σε ποιο σημείο σταθμεύουν τα βαγόνια της β΄ θέσης, καθώς και το βαγκόν-ρεστοράν. Όμως όλα έμοιαζαν τόσο απόμακρα, εκεί στην άκρη της καμπυλωτής αποβάθρας, ώστε δεν τόλμησε να μεριμνήσει, δείχνοντας έτσι μια φροντίδα, σε τελευταία ανάλυση μανιακή, να οδηγήσει εκεί τον Χ για να περιμένει το τρένο. Κάτι του έλεγε μέσα του ότι αυτό θα σήμαινε λιγοψυχιά, δουλική υποταγή στον κώδικα του Οργανισμού Γαλλικών Σιδηροδρόμων: να παρατηρείς τις πινακίδες, να φοβάσαι μήπως αργήσεις, να τα χάνεις κυριολεκτικά σ' ένα σταθμό, όλα αυτά δε σχετίζονται με ένα είδος μανίας που προσιδιάζει στους γέροντες και στους συνταξιούχους; Κι έπειτα, αν είχε γελαστεί; Τι εξευτελισμός, να τρέχει στην αποβάθρα, σαν κι αυτούς που σούρνονται πνιγμένοι στα δέματα που κουβαλούν! - Κι όμως, έτσι έγινε: το τρένο πέρασε μπροστά από το κτίριο του σταθμού και σταμάτησε πολύ μακριά. Ο Χ τον φίλησε βιαστικά κι άρχισε να τρέχει προς τα κει· το ίδιο έκαναν και κάποιοι νεαροί παραθεριστές με μαγιό. Από τη στιγμή εκείνη, δεν έβλεπε πια τίποτε, μόνο την αμβλεία πίσω πλευρά του τελευταίου βαγονιού πέρα εκεί, στο βάθος. Μήτε νεύμα (κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο), μήτε αντίο. Το τρένο δεν έλεγε να ξεκινήσει. Κι όμως, αυτός δεν τολμούσε να κινηθεί, να εγκαταλείψει την αποβάθρα, μόλο που ήταν τελείως ανώφελο να μένει εκεί. Ένα είδος συμβολικού καταναγκασμού (ο πανίσχυρος καταναγκασμός ενός μικρού συμβολισμού) τον υποχρέωνε να παραμένει στη θέση αυτή ενόσω βρισκόταν εκεί το τρένο (με τον Χ μέσα του). Κι έτσι δεν έκανε βήμα, έμενε στο ίδιο σημείο, σαν χαζός, χωρίς να βλέπει τίποτε - έβλεπε μόνο το τρένο μακριά -, χωρίς να τον βλέπει κανείς εκεί στην έρημη αποβάθρα - στο τέλος μάλιστα άρχισε να αδημονεί πότε θα φύγει το τρένο. Μα θα ήταν λάθος του να φύγει αυτός πρώτος, λάθος που μπορούσε ίσως να τον παιδεύει για πολύν καιρό». 



«Κι η νύχτα φώτιζε τη νύχτα»

1. Δοκιμάζω διαδοχικά δύο νύχτες, τη μια καλή, την άλλη κακή. (...) 
Τις περισσότερες φορές βρίσκομαι μέσα στο σκοτάδι του ίδιου του πόθου μου. Δεν ξέρω τι θέλω, το καλό είναι για μένα κακό, τα πάντα έχουν απήχηση, ζω στον αέρα, την κάθε στιγμή χωριστά: estoy en tinieblas. Μερικές φορές, όμως, έχουμε μιαν άλλη Νύχτα: μόνος, σε κατάσταση διαλογισμού (είναι άραγε ένας ρόλος που αναθέτω στον εαυτό μου;), σκέφτομαι ήρεμα τον άλλον όπως ακριβώς είναι. Αναστέλλω κάθε ερμηνεία· εισδύω στη νύχτα του μη-νοήματος. Ο πόθος συνεχίζει να πάλλεται (το σκοτάδι είναι φωτερό), αλλά δε θέλω να κατέχω τίποτε. Είναι η Νύχτα του μη-κέρδους, της λεπτής, αόρατης δαπάνης: estoy a oscuras: είμαι θρονιασμένος απλά και γαλήνια στη σκοτεινή καρδιά του έρωτα. 

2. Η δεύτερη νύχτα περιτυλίγει την πρώτη, το Σκότος φωτίζει τον Ζόφο: «Κι η νύχτα ήταν σκοτεινή και φώτιζε τη νύχτα». Δεν επιζητώ να βγω από το ερωτικό αδιέξοδο μεταχειριζόμενος την Απόφαση, την Επιβολή, το Χωρισμό, την Αφοσίωση, κλπ., κοντολογίς τη χειρονομία. Απλώς, αντικαθιστώ μια νύχτα με μιαν άλλη: «Μαύρισε περισσότερο ετούτο το σκοτάδι: να η πύλη που σε οδηγεί σ' όλα τα θαυμαστά».






*από τα «αποσπασματα του ερωτικου λογου» 
(Fragments d'un discours amoureux) του Ρολάν Μπαρτ, 
μετάφραση: Βασίλης Παπαβασιλείου, εκδ. Κέδρος 2011




         Roland Gérard Barthes
         1915-1980


Σχόλια