στο τελευταίο βαγόνι: Γιάννης Ρίτσος (ΙΙ) - Μαρτυρίες (1963)

Χρησμός

Κάπνισε το τσιγάρο του, ήπιε τον καφέ του
δεν είχε τι άλλο να κάνει
κάπνισε δεύτερο τσιγάρο
αναποδογύρισε το φλιτζανάκι να δει τα σχήματα να διαβάσει την τύχη του
κι είδε
δυο απόκρημνες πλαγιές και πάνω τους μια γέφυρα λίγο καμπυλωτή φαρδιά
κόσμος πηγαινοερχότανε στη ράχη της,
δυο κυνηγοί με τα τουφέκια τους
τρεις ποδηλατιστές
μία ωραία γυναίκα με το σκυλί της και το καπέλο της.
Μονάχα αυτός που την έφτιαξε, αυτός ο ίδιος, 
δεν μπορούσε να περάσει τη γέφυρα 
γιατί η μια της άκρη στηριζόταν στον ώμο του.
Μα τότε πώς γινόταν
αυτός που στεκόταν ασάλευτος κάτω απ' τη γέφυρα στηρίζοντας την,
να βλέπει καθαρά πάνω στη γέφυρα 
και πάνω απ' τη γέφυρα


Ο τρελλός

Το κάρο σταματημένο αντίκρυ στη θάλασσα 
φορτωμένο έξι βαρέλια σιδερένια κόκκινα
κι ένα άλλο καταπληκτικό πράσινο
Τ' άλογο έβοσκε στο λιβάδι
Ο καροτσέρης έπινε στην ταβέρνα
Ο τρελλός του νησιού στάθηκε στο μουράγιο και φώναξε:

 «Μ' αυτό το πράσινο θα σας νικήσω!»

κι έδειξε το έβδομο βαρέλι
δίχως καν να ξέρει,
τι περιείχε,
και σε ποιόν ανήκει.



Σχεδόν ταχυδακτυλουργός

Από μακριά χαμηλώνει τη λάμπα 
μετακινεί τις καρέκλες 
χωρίς να τις αγγίζει
κουράζεται 
βγάζει το καπέλο του και αερίζεται
ύστερα με μια κίνηση συρτή βγάζει τρία τραπουλόχαρτα δίπλα απ' τ' αυτί του
διαλύει ένα πράσινο παυσίπονο αστέρι σ' ένα ποτήρι νερό αναδεύοντάς το 
μ' ένα ασημένιο κουταλάκι
πίνει το νερό και το κουτάλι
γίνεται διάφανος
φαίνεται μες στο στήθος του να πλέει ένα χρυσόψαρο
ύστερα γέρνει κατάκοπος στον καναπέ και κλείνει τα μάτια του·
«Έχω ένα πουλί μες στο κεφάλι μου», λέει,
«δεν μπορώ να το βγάλω»

Οι σκιές δυο μεγάλων φτερών γεμίζουν το δωμάτιο


                                                                   **Ποιήματα από τις «Μαρτυρίες» (1963)


Γιάννης Ρίτσος
   1909-1990

Σχόλια