Λουΐς Θερνούδα | Παραλλαγές πάνω σε Μεξικάνικο Θέμα



ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΦΩΝΗ

       Αυτό που ο άνθρωπος είναι, αν κάτι είναι, στα μάτια και στη φωνή προβάλλει· τόσο που μπορούν να κερδίσουν  αυτόν που τα βλέπει ή τα ακούει. Ακόμη και του κορμιού του όμορφου, όσο όμορφο κι αν είναι, του λείπει κάτι: μια σπίθα από φως, μια ηχώ μουσική. Να καεί σε δυο μάτια, να χαθεί σε μια φωνή! Ποιος δεν το πόθησε ποτέ του;

                                                 *

       Για πολλά χρόνια έζησες ανάμεσα σε κόσμο με μάτια σβησμένα και φωνή ανέκφραστη. Και δεν είναι πως κάποιοι από αυτούς δεν ήτανε εντάξει· αλλά τα μάτια τους, κατά κανόνα, ήταν νερά στεκάμενα, και κατ' εξαίρεση φεγγίτες. Υπήρχε κάτι μέσα τους; Αν υπήρχε, που όχι λίγες φορές το αμφισβήτησες, ήταν πεθαμένο.
       Και οι φωνές τους, ή μνησίκακες ή περιφρονητικές. Ανάμεσα σ΄αυτά τα δύο άκρα, φασαρία, φασαρία, φασαρία. Τρέμουλο κανένα. Φωνές ακαλλιέργητες ήταν εκείνες (καλλιέργεια: κληρονομιά ανιδιοτελών φωνών), χωρίς χρωματισμό, χωρίς χάδι· φωνές για το εμπόριο ή για τη χρεία, και τίποτε παραπάνω.

                                                 *

       Λίγες, ή καμιά, είναι οι ακαλλιέργητες φωνές εδώ: όσο ταπεινός κι αν είναι ο ομιλητής, μιλά με λαλιά εκλεπτυσμένη. Μια ομιλία αλάνθαστη, μια γλώσσα κλασική, χωρίς κοινούς ιδιωτισμούς, ούτε λαϊκίστικους τονισμούς. Και πώς ηχούν αυτές οι φωνές, καθάριες, μεταξένιες, σαν το ψυχρό και αέρινο ψιθύρισμα του μεταξιού.
       Αυτά τα μελαχρινά τα μάτια με το παρατεταμένο βλέμμα που αγγίζει και διαπερνά· μάτια που από μέσα τους προβάλλει η ψυχή, μάτια που από μόνα τους είναι η ψυχή. Στο πέρασμά τους, αιφνιδιαστικά, ανοίγουν και πέφτουν σαν καμένο λιόγερμα, αφήνοντας σ' αυτόν που τα είδε μια ατέλειωτη αγαλλίαση, και μαζί της τον πόθο να τα δει ν' ανοίγουν ξανά το πρωί.

                                                 *

       Υπάρχουν μερικοί που χάνονται από απληστία και μερικοί που χάνονται από ματαιότητα· μερικοί που χάνονται από φιλοδοξία και μερικοί που χάνονται επειδή δεν θέλουν να χαθούν· υπάρχουν μερικοί που χάνονται για ένα πλάσμα, και συ θα χανόσουνα για δυο μάτια και για μια φωνή. Θα μπορούσες να τα ακολουθήσεις μέχρι την κόλαση (αν δεν είσαι κιόλας στον πηγαιμό), για μια λέξη, μια ματιά, και πάλι θα σου φαινότανε μικρό το τίμημα.





ΧΑΡΑΥΓΗ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ

       Χαράματα, έρημη η παραλία και ακόμη κοιμισμένη, είσαι κιόλας στο νερό. Ο αέρας κοκκινοβαμμένος και η θάλασσα ασπριδερή, και τα δυο πρόωρα χλιαρά, σχεδόν δεν δροσίζουν, αν και τονώνουν, το λειψά ξαποσταμένο και φλογισμένο σου κορμί. Καλοπέραση ζώου, που ευφραίνεις την ψυχή.
       Στην παραλία, απόμακρα, φαίνεται μονάχα η τέντα της καντίνας, που κάτω της φυλάνε από τον ήλιο τραπέζια και πάγκους. Πίσω συστάδες φοινίκων, όχι τόσο διακόσμηση, όσο μαρτυρία κλίματος. Χώρα ζεστή.
       Το πρωινό προχωρεί κι ακόμη κανείς. Ο κόσμος είναι αυτό: ήλιος, άμμος, νερό. Μοναξιά κι ο χρόνος τον κατοικούν και τίποτε άλλο. Εσύ; Εσύ είσαι ο περιστασιακός του στοχασμός, παιδί αυτής της καλοσυναπαντημένης μοναξιάς κι αυτού του αργοπορημένου χρόνου. Παύση.
       Να ζεις πάντα έτσι. Που τίποτε, ούτε η αυγή, ούτε η παραλία, ούτε η μοναξιά να ήταν πέρασμα σε άλλη ώρα, άλλο τόπο, άλλο ον. Ο θάνατος; Όχι. Η ζωή ακόμη, μ' ένα παραδώ κι ένα παρακεί, αλλά χωρίς τύψεις, μήτε καημούς.
       Κι ανάμεσα στο πριν και στο μετά, σαν μαργαριτάρι ανάμεσα στα δυο κοχύλια του, αυτή η στιγμή, η ιριδοειδής και τέλεια. Τώρα.



*από το βιβλίο «Παραλλαγές πάνω σε Μεξικάνικο Θέμα»
μετάφραση: Αντώνης Κουτσουραδής, εκδόσεις Ίκαρος 1994




   Λουΐς Θερνούδα
     1902-1963


  



Σχόλια