Φίλιππος Φίλιας | Ανέκδοτα (μια χριστουγεννιάτικη ιστορία)

Lauren Edmond, «Full Moon over Christmas»

Ανέκδοτα 

(Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία) 


Για χρόνια χτένιζε τη μητέρα μου μια παράξενη κομμώτρια που ερχόταν στο σπίτι μας, η κυρία Κατερίνα. Μεσόκοπη, ανύπαντρη, χωρίς κοντινούς συγγενείς, ζούσε μόνη σ’ ένα δυάρι στην Άνω Πόλη. Δεν είχα ξανασυναντήσει πιο παγερό άνθρωπο – «χιονάνθρωπο» την αποκαλούσαμε κρυφά. Ανέκφραστη και τυπική σαν συμβολαιογράφος, διεκπεραίωνε την αποστολή της και μετά εξαφανιζόταν αθόρυβα, λες και δεν υπήρξε ποτέ. Περιέργως, έδειχνε να με συμπαθεί και καμιά φορά, τσιμπώντας μου φιλικά το μάγουλο, τραβούσε μια λοξή ψαλιδιά στις μακριές, παιδικές μου αφέλειες. Άραγε ποιο δράμα, φοβία ή ενοχή την είχε διπλοκλειδώσει μες στον εαυτό της; Ή μήπως απλώς ο χαρακτήρας της; Συχνά αναρωτήθηκα, μα όσο κι αν τη ρώτησα αργότερα, όταν ενηλικιώθηκα και σχετιστήκαμε κάπως, ποτέ δεν έλαβα σαφή απάντηση. Όπως ποτέ δεν κατανόησα τους λόγους για τους οποίους αυτή η καταθλιπτική συμβολαιογράφος μεταμορφωνόταν σε ευτυχισμένη κληρονόμο στη χριστουγεννιάτικη περίοδο. Με το που ξεμύτιζε ο Δεκέμβρης κάτι πάθαινε και ξαφνικά άρχιζε να φλυαρεί εύθυμα, να μπαινοβγαίνει στα καταστήματα, να τρέχει σε εορταστικές εκδηλώσεις, να μοιράζει χαμογελώντας ως τ’ αυτιά δώρα κι ευχές. Μυστηριώδη πράγματα. 

 Παρότι δεν θυμάμαι πώς και πότε πρωτοπήγα, με τον καιρό έγινε θεσμός κάθε παραμονή Χριστουγέννων να την επισκέπτομαι για να της πω τα κάλαντα. Ήταν η μόνη μέρα του έτους που πήγαινα στο δικό της σπίτι. Πόσο ανυπόμονα την περίμενε! Θα πίστευε κανείς πως ζούσε γι’ αυτήν – τόση ήταν η λαχτάρα της. Καθώς δεν είχε κανέναν να την επισκεφθεί, έτσι ακοινώνητη που ήταν, στόλιζε το σαλόνι της γιορτινά και έφτιαχνε ένα σωρό λιχουδιές αποκλειστικά για μένα. Με υποδεχόταν πάντοτε με τιμές πριγκιπικές και, αφού της τραγουδούσα τα κάλαντα παρέα με το τρίγωνό μου, με γέμιζε γλυκά φιλιά και με φίλευε γλυκά. Και επειδή γνώριζε ότι έπρεπε να τα κελαηδήσω ακόμα σε κάμποσους συγγενείς και ότι εγώ βιαζόμουν να τελειώσω για να παίξω με τους φίλους μου, θέλοντας να παρατείνει την παρουσία μου, μου έλεγε του κόσμου τ’ ανέκδοτα. Ανέκδοτα πρωτάκουστα, ευφάνταστα, σπαρταριστά. Ποιο πονηρούλι ξωτικό της τα ‘χε ψιθυρίσει όλα αυτά; Το πόσο έχω γελάσει στο χριστουγεννιάτικο δυάρι της κυρίας Κατερίνας, δεν λέγεται. Χωμένος σε μια ξεθωριασμένη πολυθρόνα, παρακολουθώντας με μάτια διάπλατα τις κωμικές γκριμάτσες που συνόδευαν την αφήγησή της, κρεμασμένος απ’ τα χείλη της, έκλαιγα από τα ασυγκράτητα γέλια, κι εκείνα τα δάκρυά μου ήταν πεντάγλυκα, γιατί σταλάζανε στο πιατελάκι με τον κουραμπιέ που κρατούσα. Αλίμονο, πέρασαν αρκετά Χριστούγεννα ώσπου να καταλάβω ότι τα επινοούσε η ίδια· και ότι αυτός ο εφήμερος γελωτοποιός παίδευε το μυαλό του επί έναν ολόκληρο χρόνο σκαρώνοντας αστείες ιστορίες, για να με κρατήσει κοντά του μονάχα δύο ώρες ετησίως.

~

Το σαλιωμένο δάχτυλο του Χρόνου ξεκολλούσε με ταχύτητα τα φύλλα του ημερολογίου στον τοίχο της κουζίνας, μεγάλωσα, ανδρώθηκα, συνέβησαν πολλά, η ζωή μου πήρε απρόσμενη τροπή, έπαψα από καιρό να πιστεύω στους μάγους και στα κάλαντα. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, έπαψα να πιστεύω σε οτιδήποτε. Στην κυρία Κατερίνα όμως, που είχε πια αποσυρθεί γερασμένη στο διαμέρισμά της, συνέχισα να τα λέω κανονικά. Όχι τόσο από καλοσύνη, όπως άλλοτε, όσο από ιδιοτέλεια: επιθυμούσα διακαώς να γευτώ τα ολόφρεσκα, χειροποίητα ανέκδοτά της. Βλέπετε, αφότου μεταπήδησα στο στρατόπεδο των κερδισμένων, αυτών δηλαδή που δεν στερούνται επειδή ακριβώς στερούνται όλοι οι υπόλοιποι, μου είναι αδύνατον να γελάσω. Ούτε να κλάψω μπορώ. Αυτό είναι το τίμημα της εγωιστικής ευζωίας, μαραίνεται η καρδιά σου. Κι αν σπεύσετε να με κατακρίνετε, θα σας απαντήσω ξερά ότι προτιμώ να είμαι αγέλαστος κι αδάκρυτος παρά πειναλέος. Πιστέψτε με, οι άγγελοι δεινοπαθούν σ’ αυτόν τον κόσμο. Ενώ οι πάντες τους κατακλύζουν με άχρηστους επαίνους, κανείς δεν τους προσφέρει ούτε ένα ποτήρι νερό. Την ώρα της φλέγουσας ανάγκης, της αβάσταχτης δίψας, θαρρείς και περιβάλλονται από την έρημο Σαχάρα. Βροντούν αφυδατωμένοι πόρτες και κουδούνια αλλά οι ένοικοι είναι μονίμως απασχολημένοι με τις δεξαμενές τους. Υπήρξα κάποτε άγγελος και σας μιλώ εκ πείρας· και αναγκάστηκα να πέσω για να παραμείνω όρθιος και ζωντανός. Τουλάχιστον τώρα εξασφάλισα μιαν άνετη, δροσερή γωνιά σε τούτο τον παράδεισο, χάνοντας βέβαια τον άλλον, τον υποθετικό, οριστικά. 

 Θα ξεσκονίσω λοιπόν το τρίγωνό μου και ανηφορίζοντας στην Άνω Πόλη, θα πω κι εφέτος τα κάλαντα στην κυρία Κατερίνα, τον μόνο άνθρωπο που κατέχει το μαγικό αντικλείδι για τη διπλοκλειδωμένη περίπτωσή μου. Εξάλλου, γνωρίζω καλά ότι κι αυτή αναμένει την άφιξη του πρίγκιπά της. Θα την επισκεφθώ δήθεν για δύο λεπτά, αλλά, όπως πάντα, θα μείνω δύο ώρες. Και κλείνοντας τα μάτια μου ερμητικά για να ξαναδώ εκείνο το αγοράκι με τις μακριές, τις ζωοδότρες αφέλειες και να μην αντικρίζω το φριχτό πορτρέτο της φθοράς –τ’ αραιά, λευκά μαλλιά της, τις ξεχαρβαλωμένες μασέλες της, το αποστεωμένο πρόσωπό της–, θ’ αναλυθώ ολόκληρος σε γέλια μέχρι δακρύων πικρών, σαν χιονάνθρωπος που ξεπαγώνει δίπλα σε θερμάστρα, ή σαν συμβολαιογράφος που μεταβλήθηκε προσωρινά σε κληρονόμο μιας αδιανόητης Βασιλείας. Γέλια μετά δακρύων: το δικό μου πολύτιμο δώρο. Τα νοσταλγώ τόσο βαθιά, που μετράω τις μέρες ως την παραμονή των Χριστουγέννων – έγινα στο μεταξύ πιο ανυπόμονος απ’ την κομμώτρια και πλέον είμαι εγώ αυτός που ζει και αναπνέει για την καθιερωμένη ετήσια μας συνάντηση. Ποιος ξέρει τι ανέκδοτα μου έχει ετοιμάσει η γλυκιά μου για τούτες τις γιορτές. Κι ας είναι δέκα χρόνια πεθαμένη.


Φίλιππος Φίλιας
  


Low – (That's how you sing) Amazing Grace

^ η ιστορία δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στη συλλογή διηγημάτων «33»
που διατέθηκε ηλεκτρονικά μέσω του microstory.gr, το 2013
 (ελεύθερη ανάγνωση:
 https://docplayer.gr/30127606-Syllogi-diigimaton-microstory-gr.html )
Εδώ δημοσιεύεται ελαφρώς αναθεωρημένη από τον συγγραφέα.


_____________________

Ο Φίλιππος Φίλιας γεννήθηκε και διαμένει στην Πάτρα. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες και, όταν δεν είναι ερωτευμένος, ασχολείται με τον Μαρσέλ Προυστ, τις σοκολάτες αμυγδάλου και τους μεγάλους περιπάτους. Στον ελεύθερο χρόνο του εργάζεται.


Σχόλια