στο τελευταίο βαγόνι: Αρσένι Ταρκόφσκι (Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας)



Arseny Tarkovsky, Moscow, 1937





                       Χθες και σήμερα


Σε περίμενα χθες απ' το πρωί.
Μου είχαν πει πως δεν θα 'ρχόσουν.
Και ο καιρός -θυμάσαι;-
Αληθινή γιορτή! Βγήκα χωρίς παλτό.

Ήρθες σήμερα, κι η μέρα
Είναι τόσο μουντή και πένθιμη
Τώρα που βρέχει κι είναι η ώρα περασμένη,
Τώρα που οι βροχοστάλες λούζουν τα παγερά κλαδιά,
Τώρα που ούτε λέξη ούτε μαντήλι
Μπορεί να τις σκουπίσει.


(Από τη συλλογή Λευκή Μέρα)


                       

                       Λευκή Μέρα



Κοντά στο γιασεμί υπάρχει μια πέτρα.
Κάτω απ' την πέτρα ένας θησαυρός.
Ο πατέρας στέκει στο μονοπάτι.
Λευκή-λευκή μέρα.

Στα λουλούδια εκατοντάφυλλη
Ασημένια λεύκα και πίσω της
Αναρριχώμενα τριαντάφυλλα,
Λευκό χορτάρι.

Ποτέ δεν γνώρισα
Μια τέτοια ευτυχία.
Ποτέ δεν γνώρισα
Μια τέτοια ευτυχία.

Να επιστρέψω εκεί μου είναι αδύνατο
Και να διηγηθώ δεν πρέπει,
Ω! Πόσο εξαίσια η ομορφιά
Αυτού του παραδεισένιου κήπου.


(Από τη συλλογή Λευκή Μέρα


                       

                              

              Ονειρευόμουν


Ονειρευόμουν αυτό κι ονειρεύομαι αυτό,
Και κάποτε ακόμα θα το ονειρευτώ,
Θα ξαναγίνουν όλα, θα πραγματοποιηθούν,
Και θα ονειρευτείτε όλα αυτά που είδα στον ύπνο μου εγώ.

Εκεί, μακριά μας, μακριά απ' τον κόσμο,
Ένα κύμα έρχεται πίσω απ' το άλλο για να χτυπήσει την ακτή,
Και πάνω στο κύμα αυτό ένα αστέρι, ένας άνθρωπος, ένα πουλί,
Και τα όνειρα κι ο χάρος τα κύματα ακολουθούν.

Δεν θέλω αριθμούς: ήμουν, είμαι και θα είμαι
Η ζωή, θαύμα των θαυμάτων, και μόνος μου,
Σαν ορφανός, στην αγκαλιά του θαύματος αυτού βάζω τον εαυτό μου,
Μόνος, τριγυρισμένος απ' τους καθρέφτες, στον φράκτη αντικατοπτρισμών
Των θαλασσών και πόλεων, που ακτινοβολούν μες στον καπνό.
Και μια μάνα δακρυσμένη παίρνει στην αγκαλιά της το μωρό.


(Από τη συλλογή Λευκή Μέρα

                        

                         
              Όπως σαράντα χρόνια πριν...


Όπως σαράντα χρόνια πριν
Απ' τη βροχή μουσκεμένος τα λόγια τους
Ξέχασα.
Ένοχος νιώθω κι ας λένε πως θα με συγχωρήσουν...
Και ξάφνου, στις δέκα και τρία τέταρτα της ώρας,
Σε μια στροφή εκτροχιάζεται το τρένο...
Κι όλα αυτά που θα ξανάρθουν σαράντα
Χρόνια μετά πάνω στα λαμπυρίζοντα τζάμια,
Μες στον καπνό του ταξιδιάρικου τρένου,
Αυτά που σιωπηλά πρόλαβες να πεις
Όταν το κομβόι τραντάχτηκε στον αέρα...
Κι έχοντας ήδη ξεπροβοδίσει τους άλλους
Στο σταθμό για την επιστροφή στα σπίτια τους,
Μέσ' από νερόλακκους και βούρκους
Οδοιπορούν τα παιδικά μου χρόνια,
Δαγκώνοντας σφιχτά τα δάχτυλά τους...


(Από τη συλλογή Αγγελιαφόρος)


*τα ποιήματα περιλαμβάνονται στην έκδοση

«Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας», 

απόδοση-επιμέλεια: Χρήστος Κολτούκης

Ελεγεία 2007

---------------------------

*φωτογραφίες: Mario Giacomelli, 



Arseny Tarkovsky
1907-1989

Σχόλια