στο τελευταίο ταξίδι του Αυγούστου: Πάμπλο Νερούδα (Δεν υπάρχει λήθη)

"Solo en las montanas", by Matt Black (Magnum Photos)


Δεν υπάρχει λήθη (Σονάτα)

Αν με ρωτάτε πού έχω βρεθεί
πρέπει να πω "Συμβαίνει".
Πρέπει να μιλήσω για το χώμα που το σκιάζουν οι πέτρες,
για το ποτάμι που κυλώντας γκρεμίζει τον εαυτό του:
δεν ξέρω παρά τα πράγματα που χάνουν τα πουλιά,
τη θάλασσα την αφημένη πίσω, ή την αδερφή μου χύνοντας δάκρυα.
Γιατί τόσοι τόποι, γιατί η μια μέρα
κοντά πάει με την άλλη; Γιατί μια μαύρη νύχτα
μαζεύεται στο στόμα; Γιατί νεκροί;

Αν με ρωτάτε από πού έρχομαι, πρέπει να μιλήσω με πράγματα σπασμένα,
με σκεύη υπερβολικά πικρά,
με μεγάλα θηρία συχνά που έχουν σαπίσει
και με την ταραγμένη μου καρδιά.

Δεν είναι αναμνήσεις αυτοί που συναντήσαμε
ούτε το κίτρινο περιστέρι που κοιμάται μες στη λήθη,
αλλά πρόσωπα με δάκρυα,
δάχτυλα στον λαιμό,
και αυτό που καταρρέει από τα φύλλα:
το σκοτάδι μίας μέρας περασμένης,
μίας μέρας θρεμμένης με το δικό μας λυπημένο αίμα.

Εδώ είναι βιολέτες, χελιδόνια,
όλα που μας αρέσουν κι εμφανίζονται
στις τρυφερές κάρτες της μακριάς ουράς εκείνων
όπου περπατούνε ο καιρός και η γλύκα.

Όμως μην εισχωρούμε παραπάνω εκεί με αυτά τα δόντια,
ας μη δαγκώνουμε τις φλούδες που στοιβάζει η σιωπή,
γιατί δεν ξέρω τι να απαντήσω:
υπάρχουν τόσοι νεκροί,
και τόσα θαλάσσια τείχη που κόκκινος ο ήλιος τα έσπαζε
και τόσα κεφάλια που στα πλοία κοπανάνε,
και τόσα χέρια που έχουν κλείσει μέσα τους φιλιά,
και τόσα πράγματα που θέλω να ξεχάσω.

*απόδοση στα ελληνικά: Μαρία Θεοφιλάκου


"La isla vacia", by Matt Black (Magnum Photos)

No hay olvido (Sonata)

SI me preguntáis en dónde he estado
debo decir "Sucede".
Debo de hablar del suelo que oscurecen las piedras,
del río que durando se destruye:
no sé sino las cosas que los pájaros pierden,
el mar dejado atrás, o mi hermana llorando.
Por qué tantas regiones, por qué un día
se junta con un día? Por qué una negra noche
se acumula en la boca? Por qué muertos?

Si me preguntáis de dónde vengo, tengo que conversar con
      cosas rotas,
con utensilios demasiado amargos,
con grandes bestias a menudo podridas
y con mi acongojado corazón.

No son recuerdos los que se han cruzado
ni es la paloma amarillenta que duerme en el olvido,
sino caras con lágrimas,
dedos en la garganta,
y lo que se desploma de las hojas:
la oscuridad de un día transcurrido,
de un día alimentado con nuestra triste sangre.

He aquí violetas, golondrinas,
todo cuanto nos gusta y aparece
en las dulces tarjetas de larga cola
por donde se pasean el tiempo y la dulzura.

Pero no penetremos más allá de esos dientes,
no mordamos las cáscaras que el silencio acumula,
porque no sé qué contestar:
hay tantos muertos,
y tantos malecones que el sol rojo partía,
y tantas cabezas que golpean los buques,
y tantas manos que han encerrado besos,
y tantas cosas que quiero olvidar.



Pablo Neruda
1904-1973


Σχόλια