από το τζάμι του Τρένου: Το παράθυρο (Γιάννης Ρίτσος)

ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Γιάννη Ρίτσου, από την «Τέταρτη Διάσταση», 1956-1972,
Τόμος ΣΤ', Εκδόσεις Κέδρος (εικοστή έκτη έκδοση)

[απόσπασμα]

http://www.flickr.com/photos/caranti/2592854168/sizes/z/in/photostream/

(Δυο άντρες κάθονται σ' ένα παραθαλάσσιο δωμάτιο κοντά στο παράθυρο. Φαίνονται παλιοί φίλοι, που είχαν καιρό ν' ανταμώσουν. Ο ένας μοιάζει θαλασσινός. Ο άλλος -αυτός που μιλάει- όχι. Βραδιάζει αργά -ένα γαλήνιο ανοιξιάτικο απόβραδο, μενεξελί και πορφυρό. Η θάλασσα, αντίκρυ, λάδι, -φωτίζει με πολυκύμαντες ραβδωτές ανταύγειες τα πλευρά των καραβιών, τα σκοινιά, τα κατάρτια, τα σπίτια. Απλά και κάπως κουρασμένα στην αρχή) :


Κάθομαι εδώ στο παράθυρο· κοιτάω τους διαβάτες
και κοιτάζομαι μέσα στα μάτια τους. Θαρρώ πως είμαι
μια σωπηλή φωτογραφία, μες στην παλιά κορνίζα της,
κρεμασμένη έξω απ' το σπίτι, στο δυτικό τοίχο,
εγώ και το παράθυρό μου.
Κοιτάζω κάποτε ο ίδιος
ετούτη τη φωτογραφία με τα ερωτικά, κουρασμένα της μάτια -
ένας ίσκιος αποκρύβει το στόμα· η επίπεδη λάμψη απ' το τζάμι της
κορνίζας,
στιγμές-στιγμές, αντίκρυ στο λιόγερμα ή στο φεγγαρόφωτο,
σκεπάζει ολόκληρο το πρόσωπο, κ' είμαι κρυμμένος
πίσω απόνα τετράγωνο φως, χλωμό ή ασημένιο ή ρόδινο,
και μπορώ ελεύθερα να κοιτάζω τον κόσμο
χωρίς κανένας να με βλέπει. Ελεύθερα· - τί να πούμε ;
Δεν μπορώ να σαλέψω· στην πλάτη μου
ο νοτισμένος ή πυρωμένος τοίχος· στο στήθος μου
το ψυχρό τζάμι· οι μικρές φλέβες των ματιών μου
διακλαδωμένες μέσα στο γυαλί. Κ' έτσι, πιεσμένος
ανάμεσα στον τοίχο και στο τζάμι, δεν τολμώ να κινήσω το χέρι μου
να φέρω την παλάμη μου στα φρύδια όταν αστράφτει ο ήλιος
σαν αδυσώπητη δόξα· κ' είμαι αναγκασμένος
να βλέπω, και να θέλω, και να μην κινούμαι. Αν κάνω
κάτι ν' αγγίξω, ο αγκώνας μου
μπορεί να σπάσει το τζάμι, και να μείνει
μια τρύπα στο πλευρό μου, ανοιχτή στη βροχή και στα βλέμματα.

Αν κάνω πάλι να μιλήσω, ο αχνός της φωνής μου
θαμπώνει (όπως τώρα) το τζάμι
και πια δε βλέπω εκείνο που γι' αυτό θα 'θελα να μιλήσω.
Σιωπή και ακινησία λοιπόν. Μπορείς να πεις και υποκρισία,
γιατί γνωρίζεις, ίσως, πόσες κραυγές σταυρωμένες,
πόσες χειρονομίες γονατισμένες κατοικούν
πίσω απ' αυτή την κάθετη, κρυστάλλινη λαμπρότητα.
Ιδίως όταν βραδιάζει, τώρα με την άνοιξη, και το λιμάνι
είναι μια μακρινή φωτιά, χρυσή και κόκκινη,
μέσα στο σκοτεινό δάσος των καταρτιών, και νιώθεις
τα ψάρια, συμπιεσμένα απ' το νερό, ν' ανεβαίνουν
στην επιφάνεια μ' ανοιχτά τα στόματά τους σα μικρά τρίγωνα
αυτές τις ώρες το πυκνό φέγγος του νερού είναι ραγισμένο
από χιλιάδες ανοιγμένα στόματα μικρών ψαριών. Δεν αντέχει κανένας
αδιάκοπα κάτω απ' τον όγκο του νερού, σ' αυτά τα μυθικά, θαλάσσια
δάση
σε κείνη την ασφυκτική διαφάνεια με την απέραντη, επικίνδυνη θέα.

Το ίδιο θαρρώ πως δεν αντέχουν κ' οι φωτογραφίες πίσω απ' το
τζάμι τους
σ' όποια στάση, όσο ωραία, σ' όποια στιγμή της ζωής τους,
σε μια σταματημένη ηλικία, σε μιαν ώρα περήφανης αγνότητας,
με το εξαίσιο, νεανικό τους χέρι αφημένο στο κομψό τραπέζι του
φωτογραφείου
ή πάνω στο γόνατό τους, μ' ένα αμάραντο (φυσικά) λουλούδι στο
πέτο τους,
μ' ένα αδιόρατο, νικητήριο χαμόγελο στα χείλη τους,
όχι πολύ ανοιχτό, που να προδίδει υπεροψία,
ούτε πάλι κι ολότελα κλειστό, που να προδίδει υποταγή στη μοίρα.
Όμως ο χρόνος τούς παραμονεύει ολόκληρος, πριν και πέρα απ' την
ωραία τους ώρα,
και τον θέλουν ολόκληρο το χρόνο τους, έχτω κι αν χάσουν
αυτή την απολιθωμένη τους αξιοπρέπεια, αυτή
την υπέροχη στάση τους, προμελετημένη ή όχι -αδιάφορο,
έστω κι αν λιώσει ο όρθιος θρύλος τους σαν άσπρο κερί κάτω απ'
τη φλόγα των ματιών τους,
έστω κι αν διαψευστεί η νεότητά τους βγαίνοντας απ' το φέγγος του
κρύσταλλου.

Μα πάλι, ο φόβος μοιάζει μεγαλύτερος απ' την επιθυμία τους
ή ακριβώς ίσος· και τότε το χαμόγελό τους
είναι σαν ασημένιο ψάρι κι αυτό, επιμηκυμένο και σταματημένο
ανάμεσα σε δυο βράχια του βυθού -ή σαν ένα
τεφρό πουλί μ' ακίνητα φτερά, ισοζυγισμένο στον αέρα,
ασάλευτο μέσα στην ίδια του την κίνηση. Και μένουν οι φωτογραφίες
κλειστές εκεί, μ' όλη τους τη μετάνοια ή την τύψη, και την εχθρότητα
ακόμη,
χωρίς να βγαίνουν απ' την κορνίζα τους, απ' την επιθυμία τους και
το φόβο τους,
κατάντικρυ στον απαιτητικό ουρανό και στην άμετρη θάλασσα.

Γι' αυτό διαλέγουμε συχνά ένα χώρο στενό που μας προστατεύει
απ' το ίδιο μας το απέραντο. Κ' ίσως γι' αυτό
κάθομαι εδώ, σε τούτο το παράθυρο, να βλέπω
τα νωπά χνάρια απ' τις πατούσες του βαρκάρη
πάνω στις πλάκες της προκυμαίας να σβήνουν λίγο – λίγο
σα μια σειρά μικρά, στενόμακρα φεγγάρια μέσα σ' ένα παραμύθι.

Κι ούτε που πια καταλαβαίνω τίποτα κι ούτε που προσπαθώ να καταλάβω.
Μια γυναίκα λουσμένη σκύβει στο πλαϊνό μπαλκόνι σιγοτραγουδώντας
για να στεγνώσει τα μαλλιά της με το τραγούδι της. Ένας ναύτης
στέκεται απορημένος, μ' ανοιχτά τα σκέλια,
μπρος στην περώλια απογευματινή σκιά του, σα νάναι
όρθιος στην πλώρη ενός καραβιού σε ξένο λιμάνι
και δε γνωρίζει τα νερά και δε γνωρίζει που να ρίξει την άγκυρα.
Αργότερα, που σκοτεινιάζει λίγο – λίγο και σβήνει στους τοίχους και
στις μάντρες
το σιγαλό, βιολετί καρδιοχτύπι του ηλιοβασιλέματος, πριν ανάψουν
ακόμη
τα φανάρια του δρόμου, γίνεται μια άξαφνη ζέστα – και τότε
τα πρόσωπα πιότερο μαντεύονται παρά που υπάρχουν·
βλέπεις τη σκιά να εισχωρεί στις ιδρωμένες μασχάλες·
ο ήλιος ενός φευγαλέου φορέματος ανεμίζει το φύλλωμα ενός δέντρου·
τ' άσπρα πουκάμισα των νέων παίρνουν ένα απόμακρο χρώμα γαλανό
κι αχνίζουν,
κ' είναι όλα τόσο καταμόναχα, μαγεμένα κι ασύλληπτα, που ίσως γι'
αυτό
ν' ανάβουν μονομιάς τα φώτα θετικά για να τα διαλύσυν όλα μες στον
ορισμό τους.

Μέσα στα σπίτια, τα σεντόνια μοιάζουν με γερμένες σημαίες
σε μιαν ανεξήγητη θαλασσινή απανεμιά, όταν όλοι έχουν αφήσει το
καράβι
κ' οι σημαίες δεν έχουν για ποιόν ν' ανεμίσουν και κρέμονται στο
απόβραδο
ζεσταμένες απ' τον ήλιο, ξεχασμένες, άτονες
σα γδαρμένα τομάρια από μεγάλα ζώα που τάσφαξαν
μια μέρα πάνδημης γιορτής με παρελάσεις, μουσικές, χορούς, τραπέζια.
Η γιορτή πέρασε. Οι δρόμοι ερημώσανε. Στα πεζόδρόμια
λαδωμένα χαρτιά, πατημένες κονκάρδες, ξεροκόμματα, κόκκαλα -
κι όμως κανείς δε γύρισε σπίτι του, σα να μετάνιωσαν,
σαν όλοι να πήραν μια παράταση που δε τη χρειάζονταν.

Οι κάμαρες μένουν σκοτεινές κι ανόρεξες, φωτισμένες μονάχα
απ' τα πολύχρωμα φώτα του δρόμου και των πλοίων ή από λίγα
αφηρημένα αστέρια
ή απ' τον άξαφνο προβολέα ενός φορτηγού που περνάει φορτωμένο
μεθυσμένους φαντάρους, φωνές και τραγούδια,
κι ο προβολέας καρφώνει τον ίσκιο του παράθυρου μέσα στο σπίτι
βουβά κ' εχέμυθα σα νάναι ένα μεγάλο, σανιδένιο κασόνι
που δυο σκοτεινοί ναυτικοί το μεταφέρουν σε μια ερημική παραλία.

Κάτι παράξενες ιδέες σού έρχονται τότε, -δε σου συμβαίνει και σένα ; -
πως τάχα καθένας από μας είναι δυο άνθρωποι
με σκεπασμένα πρόσωπα, κ' οι δυο μνησίκακοι,
ασυνεννόητοι, και μόνο τούτη τη στιγμή συμφώνησαν
να μεταφέρουν αυτό το κασόνι, να σκάψουν με τα νύχια τους
λίγο πιο πάνω απ' την ακρογιαλιά και να το θάψουν.

Και το ξέρεις και συ, καθώς και κείνοι, παρ' όλη τους τη μουστικότητα,
πως μέσα στο κασόνι κείται ένα τεμαχισμένο σώμα,
ένα σώμα νεανικό, πολύ αγαπημένο· κ' είναι το ένα
το σώμα το δικό τους, που το σκότωσαν οι ίδιοι και τόθαψαν
σα νάταν δυο ξένοι.
Αυτό το κασόνι
με το άψογο σχήμα, κανονικό τετράγωνο, μοιάζει με μια κλεισμένη πόρτα,
μοιάζει με κείνες τις φωτογραφίες που λέγαμε μες στις κορνίζες τους,
μοιάζει μ' αυτό το παράθυρο απ' όπου κοιτάμε την όμορφη κίνηση
του ανοιξιάτικου δρόμου.

Συχνά, έχω συναντήσει αυτό το σώμα, αυτό το πρόσωπο,
τις νύχτες μάλιστα που έχει φεγγάρι, να περιδιαβάζει
κάπως ωχρό, μα πάντα νεανικό – στην προκυμαία
ή στον επάνω δρόμο με τα βρώμικα χαμαιτυπεία,
με τις βαμμένες γυναίκες, τα πεινασμένα σκυλιά, τις σκουριασμένες
λαμαρίνες,
με τους αξύριστους ναυτικούς, τα σάπια φρούτα, τις βλαστήμιες, τις
λεμονόκουπες,
τους πράσινους νιπτήρες, τις λεκάνες, τα σπαρματσέτα, τις ασετυλίνες.
Κάποτε μάλιστα τον είδα να παζαρεύει μια γυναίκα,
μα εκείνη δε δεχόταν γιατί της έδινε πάρα πολλά. «Όχι, όχι», τούλεγε.
«Δε γίνεται. Όχι», με βραχνή φωνή, κ' έτρεμε κάπως
το χέρι της με τα κόκκινα νύχια. Είχε το φόβο
μη και την μπλέξουν με τίποτε κλοπές, καταχρήσεις, αντικλείδια,
με μεγάλες πόρτες σιδερένιες σαν αυτές που προμηνάνε πάντα οι
χαρτορίχτρες
και που ποτέ, στ' αλήθεια, δε λείπουν. Τί τάθελε εκείνη ;
Η τιμή ήταν ορισμένη, – όχι, βέβαια, λιγότερα μα ούτε και πιότερα.

Ακατανόητος άνθρωπος, με κάτι μάτια
πελώρια κι ακατοίκητα στ' ωχρό του πρόσωπο
σαν αναμμένα κάρβουνα. Μπορούσαν κιόλας να την κάψουν.
Μπορούσαν να λιώσουν κ' οι φουρκέτες της
και το λιωμένο σίδερο καυτό να τρέξει απ' τ' αυλάκια των μαλλιών
της μες στα μάτια της.
Έμοιαζε πάντα λυπημένος, – ίσως απ' τη δύναμή του
που δεν κατάφερε ποτέ να τη σκοτώσει· – μια ωραία λύπη
σαν την πλατειάν, απογευματινή μελαγχολία της άνοιξης. Και του
άρμοζε,
και του ήταν σχεδόν αναγκαία. Δεν υπήρξε ποτέ,
όπως νομίζουμε, τεμαχισμένος. Άνοιγε ήσυχα εκείνο το κασόνι
σα ν' 'ανοιγε μια πόρτα, κ' έβγαινε ακέραιος κάτω απ' το φεγγάρι
κ' οι φλέβες του διαγράφονταν έντονα στα χέρια του
κόκκινες, τόσο κόκκινες – παράξενο, μέσα σε τέτοιο φεγγαρόφωτο –
κάτω απ' τ' ωχρό, χριστιανικό του δέρμα.

Αλήθεια, σκέφτομαι καμμιά φορά πως μόνο το τεμάχισμα
μπορεί να μας κρατήσει ακέριους – αρκεί να το ξέρουμε.
Και πώς μπορεί να μην το ξέρουμε μια κ' η γνώση μας είναι
εκείνη που μας τεμαχίζει και μας επανασυνδέει μ' αυτά που αρνηθήκαμε. 

http://www.flickr.com/photos/jenny-pics/3074839374/sizes/z/in/photostream/

Σχόλια